κτίσω

κτίσω
κτίζω
people
aor subj act 1st sg
κτίζω
people
fut ind act 1st sg
κτίζω
people
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οικοδομώ — έω και άω (ΑΜ οικοδομῶ, έω) [οικοδόμος (Ι)] 1. ανεγείρω κτήριο, κτίζω (α. «η περιοχή δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί» β. «διέταξε... οἰκίας οἰκοδομέειν», Ηρόδ.) 2. μτφ. δημιουργώ, θεμελιώνω (α. «έκανε προσπάθειες να οικοδομήσει μια νέα Ελλάδα» β. «ἐπὶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”